τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
ὁμόθηλος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θηλή (πρβλ. νεό-θηλος)].