οκτακόσιοι

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

και οχτακόσιοι, -ες, -α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, -αι, -α)
ποσότητα οκτώ εκατοντάδων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια
α) ο αριθμός 800
β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το ὀκτώ + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].