Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α
1. υψηλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν
κομπορρημοσύνη, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό-νους)].