υψηλόνους

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, -ον, Α
1. υψηλόφρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν
κομπορρημοσύνη, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό-νους)].