νεκροστόλος

From LSJ
Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροστόλος Medium diacritics: νεκροστόλος Low diacritics: νεκροστόλος Capitals: ΝΕΚΡΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: nekrostólos Transliteration B: nekrostolos Transliteration C: nekrostolos Beta Code: nekrosto/los

English (LSJ)

ον, layer-out of corpses, Artem.4.56 (pl.).

German (Pape)

[Seite 237] Todte ankleidend, schmückend, bestattend, Artemid. 4, 58 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou ensevelit les morts.
Étymologie: νεκρός, στέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροστόλος: -ον, ὁ ἐκφέρων νεκρούς, ἢ ἐνταφιαστής, Ἀρτεμίδ. 4. 58, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

νεκροστόλος, -ον (Α)
αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο-στόλος, ψυχο-στόλος).

Greek Monotonic

νεκροστόλος: -ον (στέλλω), αυτός που μεταφέρει και εκφέρει τους νεκρούς, ενταφιαστής.

Middle Liddell

νεκρο-στόλος, ον στέλλω
a corpse-bearer,