ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
-έω, ΜΑ
μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο-μανώ, ιππο-μανώ].