τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
νευρότμητος, -ον (Μ)αυτός που έχει κομμένους τους τένοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος, μοριό-τμητος].