νεοκηδής

From LSJ
Revision as of 14:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκηδής Medium diacritics: νεοκηδής Low diacritics: νεοκηδής Capitals: ΝΕΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: neokēdḗs Transliteration B: neokēdēs Transliteration C: neokidis Beta Code: neokhdh/s

English (LSJ)

ές, whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.

German (Pape)

[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre d'une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.

Russian (Dvoretsky)

νεοκηδής: охваченный новой скорбью, страдающий от свежей раны (θυμός Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.

Greek Monolingual

νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].

Greek Monotonic

νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νεο-κηδής, ές κῆδος
whose grief is fresh, freshgrieving, Hes.