οπισθότονος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθότονος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος
γενικευμένη σύσπαση τών μυών του σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια της οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και η οποία παρατηρείται στον τέτανο, στη δηλητηρίαση από στρυχνίνη, στην ενδοκράνια υπέρταση και στην υστερία
αρχ.
1. ο προς τα πίσω τεντωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. η οπισθοτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -τονος (< τείνω), πρβλ. μονό-τονος].