πολύνευρος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύνευρος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον
το φυτό αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος].