προβατόσχημος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτόσχημος: -ον, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἢ τὴν μορφὴν προβάτου, ὁ προβατόσχημος λύκος ἐγγίσας τῇ κλίνῃ Δούκ. Ἱστ. Βυζαντ. σ. 170C, κτλ., πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ζ΄, 15.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα, μορφή ή, γενικά, παρουσιαστικό προβάτου
μσν.
μτφ. αυτός που είναι ήσυχος, πράος, μειλίχιος σαν πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δελφινό-σχημος].