προβατόσχημος

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτόσχημος: -ον, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἢ τὴν μορφὴν προβάτου, ὁ προβατόσχημος λύκος ἐγγίσας τῇ κλίνῃ Δούκ. Ἱστ. Βυζαντ. σ. 170C, κτλ., πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ζ΄, 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα, μορφή ή, γενικά, παρουσιαστικό προβάτου
μσν.
μτφ. αυτός που είναι ήσυχος, πράος, μειλίχιος σαν πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δελφινό-σχημος].