προσωπολεξία
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
ἡ, Μ
η χρησιμοποίηση της λέξης πρόσωπον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -λεξία (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. νεο-λεξία].