συντομουργός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek (Liddell-Scott)

συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργός].