υἱαρχία

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, die Herrschaft des Sohnes, Dionys. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

υἱαρχία: ἡ, (υἱὸς) ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία τοῦ Υἱοῦ, Διον. Ἀεροπ. 645C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η εξουσία του υιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + -αρχία (< -άρχης < άρχω), πρβλ. πατρι-αρχία].