ὑδροχόη

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, Wasserguß, Gosse, Wassergraben, Wasserleitung, Sp.

Greek Monolingual

η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν
τ. ὑδροχόα Α
αυλάκι, οχετός νερού
νεοελλ.
(παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη του νιπτήρα, κανάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόη].