λαοφιλής
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
-ές
ο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλής («λαοφιλής κυβερνήτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].