κενόσαρκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, destitute of flesh, meagre, EM779.8.
German (Pape)
[Seite 1417] vom Fleisch leer, mager, E. M. 779, 8, neben λεπτός.
Greek (Liddell-Scott)
κενόσαρκος: -ον, ἄνευ σαρκός, ἰσχνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 8,
Greek Monolingual
κενόσαρκος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκόσαρκος, μαλακόσαρκος).