false prophet
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English > Greek (Woodhouse)
substantive
false prophet, pseudoprophet, lying prophet: V. ψευδόμαντις, ὁ or ἡ, ψευδοπροφήτης
German (Pape)
[Seite 1395] ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet, Sp., wie Ev. Matth. 7, 15.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδοπροφήτης -ου, ὁ [ψευδής, προφήτης] valse profeet. NT.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοπροφήτης: ου ὁ лжепророк NT.
English (Strong)
from ψευδής and προφήτης; a spurious prophet, i.e. pretended foreteller or religious impostor: false prophet.
English (Thayer)
ψευδοπροφήτου, ὁ (ψευδής and προφήτης), "one who, acting the part of a divinely inspired prophet, utters falsehoods under the name of divine prophecies, a false prophet": Josephus, Antiquities 8,13, 1; 10,7, 3; b. j. 6,5, 2; (τόν τοιοῦτον ἐυθυβόλω ὀνόματι ψευδοπροφήτην προσαγορευει, κιβδηλευοντα τήν ἀληθῆ προφητείαν καί τά γνησια νοθοις ἑυρημασι ἐπισκιαζοντα κτλ., Philo de spec. legg. iii. § 8); ecclesiastical writings (' Teaching' 11,5 [ET] etc. (where see Harnack)); Greek writers use ψευδόμαντις.)
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ,και τ. θηλ. ψευδοπροφήτις, -ήτιδος, Μ
ψευτοπροφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ψευδ(ο)- + προφήτης.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπροφήτης: -ου, ὁ, ψευδὴς ἢ ψευδόμενος προφήτης, Κλήμ. Ἀλ. 368, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 781D, Ἱω. Δαμασκ. τ. 1, σ. 88D, κλπ.· θηλ. -ῆτις, ιδος, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 27. - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, τὸ ψευδοπροφητικὸν πνεῦμα αὐτόθι 5. 16, 5.
Wikipedia EN
In religion, a false prophet is one who falsely claims the gift of prophecy or divine inspiration, or who uses that gift for evil ends. Often, someone who is considered a "true prophet" by some people is simultaneously considered a "false prophet" by others, even within the same religion as the "prophet" in question. The term is sometimes applied outside religion to describe someone who fervently promotes a theory that the speaker thinks is false.
Wikipedia IT
Falso profeta è un titolo che si dà ad una persona che illegittimamente si proclama detentrice di particolari conoscenze o messaggi divini. Il termine è a volte applicato al di fuori della religione per descrivere qualcuno che promuove fervorosamente una teoria che altri considerano falsa.
Wikipedia ES
Un falso profeta es aquel individuo que ilegítimamente finge cualidades de profecía o se proclama poseedor o receptor de determinados dones divinos, sin realmente poseerlos. Se usa de modo especial en la religión judeocristiana para referirse a impostores que ejercen un ministerio religioso que está contaminado por la falsedad y malicia de la apostasía y la hipocresía.
Wikipedia EL
Αυτός που ψεύδεται για μια υποτιθέμενη έμπνευσή του από τον Θεό. Αυτός που προλέγει κάτι και διαψεύδεται, είτε εξ ιδίας προέλευσης, είτε δήθεν εκ Θεού. Σε όλη την Βιβλική περίοδο —τόσο κατά τη χριστιανική εποχή όσο και πριν από αυτή— καταγράφεται ότι υπήρχαν ψευδοπροφήτες σε αντιπαράθεση με τους προφήτες που απέδιδαν την προέλευση των προφητικών λόγων τους στον αληθινό Θεό.