Μαντινεύς
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
adj. m.
habitant de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.
Russian (Dvoretsky)
Μαντῐνεύς: έως ὁ житель или уроженец Мантинеи Plut.