ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
-ουν και -οος, -οον, Ααυτός που έχει αδύναμο, δηλαδή ευμετάβλητο νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -νους / -νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. θερμό-νους].