πολυβλέπων
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
οντος, blind (by euphemism), PLond.1821.269.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ
2. (κατ' ευφ.) τυφλός («καθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πολύβλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βλέπων, μτχ. του βλέπω (πρβλ. κατω-βλέπων)].