σουβλατζής
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
ο, Ν
ιδιοκτήτης σουβλατζήδικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].