στοματάς
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
ο, ΝΜ, θηλ. στοματού Ν
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
μσν.
φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κατάλ. -άς (πρβλ. γλωσσ-άς)].