τενεκετζής
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
και ντενεκετζής, ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλα-τζής)].