τσουκαλάς
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης
2. πωλητής πήλινων σκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουκάλι + κατάλ. -άς (πρβλ. σαμαρ-άς)].