κυτίο

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το
κουτί, μικρό κιβώτιο, μικρή φορητή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος. Η λ., στον λόγιο τ. κυτίον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].