εὐπρεπής
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A well-looking, comely, of outward appearance, σχῆμα εὐπρεπέστατον Hdt.1.60, cf.2.37; [κόσμος] εὐ. A.Pers.833; εὐ. ἰδεῖν fair to look on, Ar.Th.192, X.Mem.2.1.22; εἶδος εὐπρεπεστάτη E.Hec.269 (v.l. ἐκπρεπής); τὴν ὄψιν D.40.27; κοσμοῦντες… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Pl.Lg.761c.
2 decent, seemly, ἄνδρα δ' εὐπρεπέστερον (sc. ἐξελθεῖν ἐστι) A.Ch.664, etc.; οὐ γὰρ εὐ. λέγειν E.Or.1145; λόγος ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Hdt.2.47; νόσημα ῥηθῆναι οὐκ εὐ. Isoc.12.267; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Th.2.44.
3 specious, plausible, opp. ἀληθής, E.Tr.951; σκῆψις εὐπρεπεστάτη Hdt.3.72; εὐ. αἰτία Th.6.76; εὐ. δειλία = cowardice veiled under a fine name, Id.3.82; μετ' ὀνόματος εὐ. ibid.; ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Id.4.86; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς = in pretence, Id.7.57; τὸ εὐ. τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια ΙΙ, Id.3.38,44; εὐ. ἦν πρὸς τοὺς πλείους Id.8.66.
II Adv. εὐπρεπῶς, Ion. εὐπρεπέως, οὐκ ἔχειν εὐπρεπέως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν Hdt.7.220, cf. A.Ag.616, etc.; with a good pretext, Th.6.6: Comp. εὐπρεπέστερον E.Rh.841; εὐπρεπεστέρως Gloss.: Sup. εὐπρεπέστατα Th.8.109.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. de belle apparence, convenable, décent;
II. p. suite
1 qui a l'air noble, beau, distingué ; fig. beau, glorieux;
2 spécieux, plausible : εὐπρεπὴς δειλία THC lâcheté dissimulée sous un beau nom ; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς THC pour la forme;
Cp. εὐπρεπέστερος, Sp. εὐπρεπέστατος.
Étymologie: εὖ, πρέπω.
German (Pape)
ές, wohlanständig, schicklich; κόσμος Aesch. Pers. 819; ἄνδρα (sc. ἐξελθεῖν) εὐπρεπέστερόν ἐστι Ch. 653; οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Eur. Gr. 1145; mit Attraktion, ἐμοὶ μέντοι ἐπισταμένῳ οὐκ εὐπρεπέστερός ἐστιν (sc. ὁ λόγος) λέγεσθαι, es schickt sich nicht, daß ich sage, Her. 2.47; νοσήματος ῥηθῆναι οὐκ εὐπρεποῦς Isocr. 12.267. Bes. von äußerem Ansehen, geschmückt, schön, stattlich; λαός Aesch. Spt. 89; μεγέθει εὐπρεπεστάτη Pers. 180; γυνή, μορφή, Eur. I.A. 386, 822; Ar. Eccl. 427; γυνὴ εὐπρεπὴς ἰδεῖν Xen. Mem. 2.1.22; Ar. Ti. 192; εὐπρεπεστάτη τελευτή, ruhmvoll, Thuc. 2.44; τὰ πηγαῖα ὕδατα κοσμοῦντες εὐπρεπέστερα ποιοῦσιν Plat. Legg. VI.761a; Folgde. Bes. was einen schönen Anschein hat, ohne gerade so zu sein, τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc. 3.38; vgl. Eur. Tr. 951; Plat. Polit. 296a, was schön, glaubwürdig klingt; und ä. εὐπρεπὴς αἰτία Thuc. 6.76, δειλία 3.82, Feigheit, die sich hinter einem schönen Namen verbirgt, wie μετ' ὀνόματος εὐπρεποῦς, unter anständigem Namen, ibid.; ἀπάτη 4.86, und ä. ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους 8.66; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, dem Vorwande nach, 7.57; im Ggstze zu ἀληθής Luc. Syr. dea 16, vgl. εὐπρέπεια.
• Adv. εὐπρεπῶς, geziemend, εἶπε Aesch. Ag. 602; ὡς εὐπρεπέστατα τιθέναι Plat. Symp. 198d; scheinbar, Thuc. 6.6 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρεπής:
1 красивый, изящный (κόσμος Aesch.; σχῆμα Her.; ἐσθής Arst.): εὐ. (τὸ) εἶδος Eur., Arst., Plut. и εὐ. ἰδεῖν Arph., Xen. красивой наружности, прекрасный;
2 благопристойный, подходящий (λόγος Her.): οὐκ εὐπρεπές λέγειν Eur. не годится упоминать (об этом); ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους Thuc. это понравилось большинству;
3 славный (ἀνήρ Aesch.; τελευτή Thuc.);
4 приводимый для видимости, благовидный (αἰτία Thuc., Plut.; εὐ. μέν, ἀληθὴς δ᾽ οὔ Luc.): ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς Thuc. для видимости; σκῆψις εὐπρεπεστάτη Her. весьма удобный предлог;
5 прикрытый благовидным предлогом, замаскированный (δειλία Thuc.): ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Thuc. путем скрытого обмана.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων καλὸν ἐξωτερικόν, καλός, εὔσχημος, σχῆμα εὐπρεπέστατον Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 2. 37· κόσμος εὐπρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 833· εὐπρεπὴς ἰδεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· εἶδος εὐπρεπὴς Εὐρ. Ἐκ. 269· τὴν ὄψιν Δημ. 1016. 24· κοσμεῖν… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Πλάτ. Νόμ. 761C. 2) ἀρμόζων, πρέπων, ἁρμόδιος, ἄνδρα δ’ εὐπρεπέστερον (δηλ. ἐξελθεῖν ἐστι) Αἰσχύλ. Χο. 664, κτλ.· οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 1145· λόγος ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Ἡρόδ. 2. 47· νόσημα οὐκ εὐπρ. Ἰσοκρ. 289Α· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ἐνδοξότατον τέλος, Θουκ. 2. 44. 3) ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον εὐπρεπής, ἀντίθετον τῷ ἀληθής, Εὐρ. Τρῳ. 951· σκῆψις εὐπρεπεστάτη Ἡρόδ. 3. 72· εὐπρ. αἰτία Θουκ. 6. 76· εὐπρ. δειλία, ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀρετῆς, ὑπὸ καλὸν ὄνομα 3. 82· μετ’ ὀνόματος εὐπρεποῦς αὐτόθι· ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ 4. 86· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, ἐπὶ προφάσει, 7. 57· τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια (ΙΙ, 3), 38. 44· εὐπρ. ἦν πρὸς τοὺς πολλοὺς 8. 66. ΙΙ. Ἐπίρρ. εὐπρεπῶς, Ἰων. εὐπρεπέως, Ἡρόδ. 7. 220, Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, κτλ. - Συγκρ. εὐπρεπέστερον, Εὐρ. Ρῆσ. 841· Ὑπερθ. εὐπρεπέστατα Θουκ. 8. 109.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)
1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος
2. ευγενικός, κόσμιος
μσν.
μεγαλοπρεπής, λαμπρός
αρχ.
1. ένδοξος, επιφανής
2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός
3. φρ. α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς» — με το πρόσχημα, με την πρόφαση
β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η ευπρέπεια.
επίρρ...
ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)
με τρόπο ευπρεπή, κόσμια
αρχ.
κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, αρχαιοπρεπής].
Greek Monotonic
εὐπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. 1. όμορφος, καλός, κομψός, χαριτωμένος, λέγεται για εξωτερική εμφάνιση, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. ἰδεῖν, όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· εἶδος εὐπρεπής, σε Ευρ.
2. καλαίσθητος, κόσμιος, ευπρεπής, ταιριαστός, κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, προσήκων, αρμόδιος, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ενδοξότατο τέλος, σε Θουκ.
3. απατηλός, κατ' επίφαση ορθός, αληθοφανής, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, υπό το πρόσχημα, με την πρόφαση, στον ίδ.
II. επίρρ. -πῶς, Ιων. εὐπρεπέως, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. εὐπρεπέστερον, σε Ευρ.· υπερθ. εὐπρεπέστατα, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὐ-πρεπής, ές πρέπω
I. well-looking, goodly, comely, of outward appearance, Hdt., attic; εὐπρ. ἰδεῖν fair to look on, Xen.; εἶδος εὐπρεπής Eur.
2. decent, seemly, fitting, becoming, Hdt., Aesch., Eur.; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Thuc.
3. specious, plausible, Hdt., Thuc.; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς in pretence, Thuc.
II. adv. εὐπρεπῶς, ionic εὐπρεπέως, Hdt., Aesch., etc.; comp. εὐπρεπέστερον, Eur.; Sup. εὐπρεπέστατα, Thuc.
English (Woodhouse)
beautiful, becoming, befitting, comely, felicitous, fine, fit, fitting, handsome, magnificent, plausible, proper, reasonable, showy, specious, splendid, suitable
Translations
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
beautiful
Afrikaans: mooi; Albanian: i bukur; Amharic: ቆንጆ; Arabic: جَمِيل; Egyptian Arabic: جميل; Moroccan Arabic: غزال, جميل, زوين; Aramaic: שפירא; Armenian: գեղեցիկ, սիրուն; Assamese: ধুনীয়া, ভাল লগা, সুন্দৰ; Asturian: guapu, guapa, formosu, formosa; Avar: берцинаб; Azerbaijani: gözəl, qəşəng, yaraşıqlı; Bashkir: матур; Belait: jie batien; Belarusian: выдатны, прыгожы, харошы, красі́вы, урадлі́вы, файны; Bengali: সুন্দর, খুবসুরত, হাসিন; Bikol Central: magayon; Breton: brav, kaer; Brunei Bisaya: bagak; Brunei Malay: bisai; Bulgarian: красив, прекрасен; Burmese: လှသော, လှပ; Buryat: һайхан; Catalan: bell, bella, formós, formósa, bonic, bonica; Cebuano: matahom, maanyag; Central Dusun: olumis; Chamicuro: pya'c̈homa, pewa puti'na; Chechen: хаза; Chinese Cantonese: 靚, 靓, 好睇, 漂亮, 美麗, 美丽; Dungan: җүн, җүн-ён, җиҗүн, җүнмый; Mandarin: 漂亮, 美, 好看, 美麗, 美丽; Min Dong: 俊, 漂亮; Min Nan: 媠, 美麗, 美丽, 好看, 媠噹噹, 媠当当; Teochew: 雅; Wu: 漂亮, 好看; Coastal Kadazan: olumis; Coptic: ⲛⲉⲥⲉ; Cornish: teg; Czech: krásný, pěkný, sličný; Dalmatian: bial; Danish: smuk; Dutch: mooi, schoon; Esperanto: bela; Estonian: kaunis, ilus; Faroese: vakur, penur, fagur; Fijian: totoka; Finnish: kaunis; French: beau, belle; Friulian: biel, biele; Georgian: მშვენიერი, ლამაზი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი, კოხტა, მოხდენილი, პირმშვენიერი; German: schön; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌿𐌽𐍃; Greek: ωραίος, όμορφος; Ancient Greek: ἀξιόμορφος, εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, εὐπρόσωπος, εὐφυής, εὐωπός, ἰδήρατος, καλλίμορφος, καλοειδής, καλός, περικαλλής, ὡραῖος; Gujarati: સુંદર; Hebrew: יָפֶה, יָפָה; Hindi: ख़ूबसूरत, सुन्दर; Hungarian: szép, gyönyörű; Hunsrik: scheen; Icelandic: fallegur, fagur; Ido: bela; Indonesian: indah, cantik, ayu, molek, cakep; Interlingua: belle; Irish: álainn, spéiriúil, dathúil, galánta; Istriot: biel, biela; Italian: bello, bella, affascinante, incantevole, meraviglioso; Japanese: 美しい, 綺麗, 素敵; Jingpho: tsawm; Kabuverdianu: bunitu, benite; Kannada: ಸುಂದರ; Kazakh: әдемі, әсем; Khanty: хурамӑӈ; Khmer: ស្អាត, ល្អ; Korean: 아름답다; Kunigami: 清ーらせん; Kurdish Central Kurdish: جوان, ئێسک سووک; Northern Kurdish: xweşik, spehî; Kyrgyz: сулуу, көркөм, кооз, сонун, чырайлуу, чырай жүздүү, сулуу, укмуштай, укмуштай, ажайып, көйүткөн; Laboya: jorro; Ladino: ermozo, ermoza; Lao: ງາມ, ງ້ອມ, ຈຸບຸ, ຊະແລບ; Latin: pulcher, formosus, bellus; Latvian: skaists, daiļš, glīts; Limburgish: sjoen; Lithuanian: gražus; Lombard: bel, bèll; Low German: schöön, scheun; Lü: ᦇᦱᧄ; Macedonian: убав, прекрасен; Malay: cantik, indah, molek; Malayalam: സുന്ദരം; Manchu: ᠰᠠᡳᡴᠠᠨ, ᡥᠣᠴᡳᡴᠣᠨ; Manx: aalin, bwaagh, bwoyagh; Maori: waiwaiā, pīwari, hūmārie, hūmārire, purotu, rerehua, tau, ātanga, ātaahua; Marathi: सुंदर; Mazanderani: قشنگ, خجیر; Middle English: beautevous, wynsom; Mongolian: сайхан, гуа, үзэсгэлэнтэй; Mòcheno: schea'; Navajo: nizhóní, nizhóní yeeʼ; Norman: bieau, belle; Northern Occitan: bèl, bèla, bèu; Okinawan: 清らさん, 美らさん; Old Church Slavonic Cyrillic: ⰾⱑⱂⱏ; Glagolitic: лѣпъ, красьнъ; Old East Slavic: лѣпъ, красьнъ; Old English: fæġer; Old Javanese: bĕcik; Old Norse: fagr; Old Occitan: bel; Oriya: ସୁନ୍ଦର; Pashto: ښکلی; Persian: زیبا, قشنگ; Plautdietsch: schmock, scheen; Polish: piękny, fajny; Portuguese: belo, bela, bonito, bonita, lindo, linda; Punjabi: ਸੁਹਣਾ; Quechua: sumaq, şumag, k'acha; Romagnol: bël; Romani: śukar; Romanian: frumos, frumoasă; Romansch: bel, bella, bi, biala; Russian: красивый, прекрасный, пригожий, лепый; Sanskrit: सुन्दर, सुरूप, मञ्जु; Sardinian: bedhu, bedha, bellu, bella; Scottish Gaelic: àlainn, bòidheach, brèagha, fèilleil, grinn, maiseach, rìomhach, sgèimheach; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑п, лије̑п, лип; Roman: lȇp, lijȇp, lip; Shan: ႁၢင်ႈလီ; Sicilian: beddu, bedda; Sidamo: xuʼma; Sinhalese: ලස්සන, සුන්දර; Slovak: krásny, pekný; Slovene: lep; Sorbian Lower Sorbian: rědny; Spanish: hermoso, bello, lindo, guapo, bonito; Sudovian: grazi, skaista; Swahili: zuri; Swedish: fin, vacker; Tagalog: maganda; Tajik: зебо, хушрӯ; Talysh: ğəşəng, reçin, rəvoşin, xos, cıvon; Tamil: அழகிய; Tatar: матур, гүзәл; Telugu: అందమైన, చక్కని; Thai: สุนทร, สวย, งาม; Tocharian B: kartse; Toku-No-Shima: 清らさい; Tswana: -ntle; Turkish: güzel; Turkmen: görmegeý, gözel, gelşikli; Tutong: lawa'; Ukrainian: вродливий, красивий, гарний, хороший, файний, красний; Urdu: خوبصورت, سندر; Uyghur: گۈزەل; Uzbek: yoqimli, goʻzal; Venetian: beło, beła; Vietnamese: đẹp, xinh đẹp; Volapük: jönik, lejönik; Walloon: bea, bele; Welsh: hardd, prydferth; West Coast Bajau: lawa'; West Frisian: moai, kreas; Westrobothnian: skönat, vakker; Yiddish: שיין; Zhuang: baenzsau, gacae, giengh
comely
Bulgarian: миловиден; Czech: pohledný, hezký, sličný, půvabný, spanilý; Dutch: bevallig; French: avenant; German: hübsch, ansehnlich; Greek: ελκυστικός, θελκτικός, όμορφος, τραβηχτικός; Ancient Greek: εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, ἰδανός, ἴφθιμος; Hungarian: kedves, kellemes, csinos; Irish: córach, cuanna, cumaí, cumtha, daite, dathúil, dea-chumtha, dreachúil, gnaíúil, lachanta, leacanta, maisiúil, slachtmhar, sochraidh, spéisiúil; Latin: venustus; Polish: urodziwy; Portuguese: lindo, atraente; Romanian: plăcut, drăguț; Russian: пригожий; Spanish: lindo
magnificent
Arabic: عَظِيم, رَائِع; Moroccan Arabic: عضيم, فن; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike