δόλιος

From LSJ
Revision as of 19:15, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλιος Medium diacritics: δόλιος Low diacritics: δόλιος Capitals: ΔΟΛΙΟΣ
Transliteration A: dólios Transliteration B: dolios Transliteration C: dolios Beta Code: do/lios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Alc.33, Tr.530), LXXPs.51(52).6, etc. (lyr.): — crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous/betraying circle, i. e. the net, 4.792; μῆνις A.Ag.155 (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.; δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr.569; epithet of Aphrodite, B.16.116, E.Hel.238 (lyr.); of Hermes, S.Ph.133, Ar.Pl.1157; in later Prose, Plb.21.34.1; δόλια χείλη LXX Pr.26.23; ἀνελεύθερος καὶ δόλιος Phld.Ir. p.60 W. Adv. δολίως = deceptively, astutely Batr.93, Epigr.Gr.387.7 (Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον E.Alc.33, Tr.530; sg. gen. masc. -οιο Opp.H.3.598, 4.467; plu. dat. masc. δολίοισι Opp.C.3.259, fem. δολίῃσιν A.R.4.59]
1 engañoso, falaz de héroes, dioses y personif. οἰκονόμος δ., ... Μῆνις A.A.155, cf. Ch.726, Ὀδυσσεύς S.Ph.608, μάγος ... ἀγύρτης de Tiresias, S.OT 388, νύκτωρ ... δ. ὁρμᾶται μόνος de Ayante, S.Ai.47, de Afrodita, B.17.116, cf. E.Hel.238, de Hermes SEG 37.1673 (Cirene VI a.C.), S.Ph.133, Ar.Pl.1157, Th.1202, Aen.Tact.24.15, IG 3(3).90a.16 (III a.C.?), Paus.7.27.1, del demonio, Ath.Al.V.Anton.6.1
de pers. ἀστός Pi.P.2.82, φῶτες Lyr.Adesp.21.19, cf. Hp.Vict.1.36, Vett.Val.17.12, τύραννος Plb.21.34.1, de los iracundos, Phld.Ir.28.32, ἐργάται 2Ep.Cor.11.13, δολιώτατος ἀνήρ I.BI 4.208, ref. al carácter y partes del cuerpo que lo reflejan ἦθος ... δ. carácter traicionero Thgn.1244, cf. Plb.6.47.5, δ. ... ἦτορ corazón desleal Thgn.122, δόλιον ὄμμα ἔχων el tábano de Ío, A.Pr.569, δόλιαι ψυχαί, δόλιαι φρένες Ar.Pax 1068, cf. D.H.3.30, χείλη 1Ep.Clem.15.5, γλῶσσα LXX Ps.51.6, cf. Nonn.D.4.76, πόθος Nonn.D.42.208
de anim. δ. κερδώ Ar.Eq.1068, δολίου ὑπὸ θηρός Orac.Sib.12.185
de abstr. δολίῳ μόρῳ δαμείς A.A.1495, 1519, cf. AP 7.540 (Damag.), ἄτα S.Tr.851, E.Tr.530, κέρδος αἰνῆσαι ... δόλιον elogiar la ganancia fraudulenta Pi.P.4.140, δ. ... αἰών engañosa existencia humana, Pi.I.8.14, ἀπάται Orph.H.28.5, cf. Nonn.D.8.124, λόχος Orác. en Paus.4.12.4, Opp.C.3.259, μῆτις Opp.C.1.248, 3.415, δολίην ὑπὸ νύκτα Triph.29
de concr. ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι cuando lo llevan en engañoso círculo a un león acorralado Od.4.792, ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων sin perros ni engañosas redes Pi.N.3.51, cf. Opp.H.3.598, 4.467, τέχνη Od.4.455, Hes.Th.160, 555, E.Alc.33, cf. Pi.N.4.57, ἔπη Od.9.282, cf. LXX Pr.12.6, ἀοιδαί A.R.4.59, νόσος AP 16.132 (Theodorid.), προπόσεις AP 5.199 (Hedyl.), χρυσός AP 8.180, 211 (Greg.Naz.), Orac.Sib.14.351, ὁδός AP 7.546.
2 subst. τὸ δόλιον = engaño, ardid, trampa ὡς μήτ' ἐκ τοῦ βιαίου παθεῖν μηθὲν μήτ' ἐκ τοῦ δολίου D.H.11.22, plu. ὅστις καθ' ἑτέρου δόλια μηχανεύεται Trag.Adesp.573
ἡ δόλια = la mujer engañosa, AP 5.7, 189 (Asclep.).
III adv. δολίως = dolosamente (Δίκα) δολίως βλαπτομένα (Justicia) dañada con engaño A.Ch.955, οὐ λήσεις δολίως Batr.(a) 93, πᾶς φίλος δολίως πορεύσεται LXX Ie.9.3, τοῦτο κἀκείνων δολίως ὑποπτευσάντων D.L.9.36, φιλεῖν δολίως Aesop.7.3, μηδέποθ' ὑπούλωςδολίως λαλῶν τινι GVI 1113a.7 (Apamea III d.C.), δ. αὐτὸν συνλαβέσθαι (sic) PLaur.42.5, 7 (IV/V d.C.) en BL 7.76.
• Diccionario Micénico: do-ri-wo (?).

German (Pape)

[Seite 654] α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειθώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
fourbe, rusé, trompeur ; artificieux ; adv. • δόλια, perfidement.
Étymologie: δόλος.

Russian (Dvoretsky)

δόλιος: и 2 Hom. etc. = δολερός.

Greek (Liddell-Scott)

δόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀλκ. 35, Τρῳ. 530, κτλ.· -πανοῦργος, ἀπατηλός, δόλιος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, π. χ. ἔπεα, τέχνη Ι. 282, Δ. 455· ὁππότε… δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, τὸ δίκτυον, Δ. 792· παρὰ μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, Πίνδ. Π. 2. 150, Αἰσχύλ. Ἀγ. 155, κτλ.· οὕτω, δόλιον ὄμμ’ ἔχων ὁ αὐτ. Πρ. 570· ἰδίως ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Σοφ. Φ. 133, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 142, Πλ. 1158· ὡσαύτως παρὰ μεγαγεν. πεζοῖς, ὡς Ἀριστ. Ἀποσπ. 624, Πολύβ. 22. 17, 1. -Ἐπίρρ. -ίως, Βατραχομ. 93, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 387. 7, Ἑβδ.

English (Autenrieth)

(δόλος): deceitful, deceiving. (Od.)

English (Slater)

δόλῐος devious δόλιον ἀστόν (P. 2.82) “κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” (P. 4.140) ἄνευ κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων (N. 3.51) Πηλεὺς δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (N. 4.57) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14)

English (Strong)

from δόλος; guileful: deceitful.

English (Thayer)

δόλια, δόλιον (δόλος); from Homer on, deceitful: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Μ δόλιος, -α, -ον)
1. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακότυχος
2. (για χρονιά) καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δόλιος (ΙΙ) ή < δείλαιος
η διαφορά του δόλιος (Ι) από το δόλιος (ΙΙ) όχι μόνο σημασιολογική αλλά και φωνολογική (το -ι- του δόλιος (Ι) συνιζάνεται)].
(II)
-α, -ο (AM δόλιος, -α, -ον και -ος, -ον)
πανούργος, απατηλός, ανειλικρινής.

Greek Monotonic

δόλιος: -α, -ον και -ος, -ον, πανούργος, απατηλός, ύπουλος, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.

Middle Liddell

adj adj
crafty, deceitful, treacherous, Od., Trag.

Chinese

原文音譯:dÒlioj 多利哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:詐欺(的)
字義溯源:狡計的,欺詐的,詭詐的;源自(δόλος)=詭計);而 (δόλος)出自(δελεάζω)X*=誘捕)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 詭詐(1) 林後11:13

English (Woodhouse)

crafty, cunning, deceitful, deceiving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

deceitful

Bulgarian: измамен, неверен; Finnish: vilpillinen; French: trompeur, tricheur; German: trügerisch; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐍄𐍃, 𐌷𐌹𐌽𐌳𐌰𐍂𐍅𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: δόλιος, ἀπατηλός; Italian: bugiardo; Latin: mendax, pellax, perfidus; Maori: titipa; Portuguese: enganador, trapaceiro; Russian: лживый; Scottish Gaelic: breugach, meallta, mealltach; Spanish: falso, deshonesto; Swedish: vilseledande

crafty

Bulgarian: хитър, лукав; Chinese Mandarin: 狡猾; Finnish: ovela, viekas; French: rusé, madré; German: gerissen, schlau, listig; Gothic: 𐌻𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌲𐍃; Ancient Greek: πανοῦργος, κίδαφος; Irish: cleasach; Italian: furbo; Japanese: 狡猾な; Latin: dolosus, vafer, callidus; Maori: mūrere, nanakia, rauhanga; Old English: ġēaplīċ; Persian: حیله‌گر‎; Polish: chytry, przebiegły, podstępny; Russian: хитрый, коварный; Sanskrit: धूर्त; Scottish Gaelic: seòlta; Spanish: astuto, pillo, listo; Turkish: kurnaz, cingöz, açıkgöz, uyanık

treacherous

Bulgarian: коварен, вероломен; Czech: zrádný; Danish: forræderisk; Dutch: verraderlijk; Finnish: petollinen; French: traître; Georgian: მოღალატური, გამცემლური; German: verräterisch; Greek: προδοτικός, δόλιος; Ancient Greek: δολερός, προδοτικός; Hungarian: áruló; Irish: fealltach, cealgach; Old Irish: braittech; Italian: traditore, sleale, infido; Norwegian Bokmål: forrædersk; Polish: zdradziecki; Portuguese: fementido, traiçoeiro; Russian: вероломный, предательский; Spanish: traicionero; Swedish: förrädisk, trolös