ἐκδότης

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδότης Medium diacritics: ἐκδότης Low diacritics: εκδότης Capitals: ΕΚΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ekdótēs Transliteration B: ekdotēs Transliteration C: ekdotis Beta Code: e)kdo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who contracts out, one who farms out contracts or one who farms out taxes, ib. 12(5).653.63, etc. II one who gives his daughter in marriage, POxy.497.15 (ii A.D.). III betrayer, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἐγδότης IG 12(5).653.63 (Siro I a.C.)
1 el que entrega a la hija en matrimonio, debiendo instituir la dote ἀποδότω ὁ γαμῶν τῷ ἐκδότῃ ... τὰς τῆς φέρνης δραχμὰς τετρακισχιλίας POxy.496.9, cf. 497.15 (ambos II d.C.).
2 adjudicador ciudadano designado para adjudicar y supervisar trabajos públicos, en número de tres ἐγδό(ται) [τ]ᾶστάλας IPArk.23.11 (Herea III a.C.), cf. ID 507.25, 28 (III a.C.), uno solo IG 12(5).653.63 (Siros I a.C.), cf. Men.Pc.282 (sent. dud.), v. ἐκδοτήρ.
3 traductor ὡς δὲ οἱ ἄλλοι ἐκδόται, Ἀκύλας μέν Epiph.Const.Haer.65.4.5.
4 ἐκδόται· προδόται, ἀποδόται Hsch.

German (Pape)

[Seite 758] ὁ, der eine Arbeit für Lohn verdingt, Inscr. II p. 277.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκδότις και εκδότρια, η) (AM ἐκδότης)
νεοελλ.
1. αυτός που αναλαμβάνει τη δαπάνη της εκτυπώσεως και κυκλοφορίας συγγράμματος ή εντύπου («εκδότης βιβλίου»)
2. φρ. α. «υπεύθυνος εκδότης» (για εφημερίδα) αυτός που έχει τη νομική ευθύνη για τα δημοσιευόμενα
β. «εκδότης συναλλαγματικής» — αυτός που συντάσσει και υπογράφει σύμφωνα με τις διατάξεις του εμπορικού κώδικα ειδικό έγγραφο με το οποίο δίνει εντολή σε τρίτο πρόσωπο να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό στον αποδέκτη
γ. «εκδότης εντάλματος, διαβατηρίου κ.λπ.» — ο αρμόδιος υπάλληλος ή η αρμόδια αρχή για την έκδοσή τους
4. «εκδότης εισιτηρίων» — αυτός που δίνει με καταβολή του αντίτιμου τα δελτία εισόδου σε χώρο θεαμάτων, σε συγκοινωνιακά μέσα κ.λπ.
μσν.
ανάδοχος, εργολάβος
αρχ.
1. αυτός που παραγγέλνει κάτι με αντιμισθία
2. εκείνος που δίνει σε γάμο την κόρη του
3. προδότης.