κεκλέαται

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

κεκλήατο, v. καλέω:—κέκλετο, v. κέλομαι. κέκληγα, part. κεκληγώς, v. κλάζω. κεκλίᾰται, κεκλῐμένος, κέκλῐτο, v. κλίνω. κέκλομαι, κεκλόμενος, v. κέλομαι. κέκλῠθι, κεκλῠτε, v. κλύω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de καλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκλέαται Ion. indic. perf. med. 3 plur. van καλέω.

Russian (Dvoretsky)

κεκλέαται: ион. 3 л. pl. pf. pass. к καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκλέᾰται: κεκλήατο, ἴδε ἐν λέξ. καλέω·‒ κέκλετο, ἴδε ἐν λέξ. κέλομαι.

Greek Monotonic

κεκλέᾰται: Ιων. γʹ πληθ. παρακ. Παθ. του καλέω.