ἕσσα
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Ep.aor. 1 Act. of ἕννυμι, inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. II ἕσσαι,=ἕσαι, aor. 1. inf. of ἵζω.
French (Bailly abrégé)
ao. de ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἕσσα: эп. aor. 1 к ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσσα: ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ἕννυμι, Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· ἀλλά, ΙΙ. ἕσσαι εἶναι ὡσαύτως ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο αὐτόθι 364. Κατὰ τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕσσα: αόρ. αʹ του ἔννυμι· απαρ. ἕσσαι· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.