ἐννήυσκλοι

From LSJ
Revision as of 07:38, 4 February 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Αακων" to "Λακων")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννήυσκλοι Medium diacritics: ἐννήυσκλοι Low diacritics: εννήυσκλοι Capitals: ΕΝΝΗΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: ennḗyskloi Transliteration B: ennēuskloi Transliteration C: enniyskloi Beta Code: e)nnh/uskloi

English (LSJ)

ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.

Greek Monolingual

ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].