θεόφοβος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ον, fearing God, God-fearing, godfearing, Porph.Abst.1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1198] = θεοσεβής, Hesych. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφοβος: -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, θεοσεβής, Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θεόφοβος, -ον)
αυτός που φοβάται τον θεό, ο θεοσεβής.
επίρρ...
θεοφόβως (AM)
με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. άφοβος, επίφοβος].
Translations
Arabic: وَرِع, تَقِيّ; Belarusian: богабаязны; Dutch: godvrezend; English: god-fearing, God-fearing, godfearing; Finnish: jumalaapelkäävä; French: religieux, craignant Dieu; German: gottesfürchtig; Greek: θεοφοβούμενος, που έχει τον φόβο του Θεού, που φοβάται τον Θεό, θεοβλαβούμενος, που ευλαβείται τον Θεό, θεοσεβής, θεοσεβούμενος, ευσεβής; Ancient Greek: εὐλαβής, θεοπειθής, θεοσεβής, θεουδής, θεόφοβος, δεισιδαίμων; Hebrew: יְרֵא אֱלקִים; Hungarian: istenfélő; Italian: timorato di Dio; Kurdish Central Kurdish: خواناس; Latin: pius, sanctus; Macedonian: богобојазлив; Norwegian Bokmål: gudfryktig; Polish: bogobojny; Portuguese: pio, devoto, temente a Deus; Russian: богобоязненный, богобоязливый; Spanish: pío, devoto, temeroso de Dios; Swedish: gudfruktig; Ukrainian: богобоязливий, богобоязний, богобоязкий