ἐνήνοθε
English (LSJ)
only found in compds.: v. ἐπ-, κατ-, παρ-ενήνοθε.
German (Pape)
[Seite 841] s. die Compos. ἐπενήνοθε, κατεν. u. παρεν. Vgl. ἀνήνοθε. Es ist ein perf. II. mit att. Reduplication von ἐνέθω = ἔνθω.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐνέθω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήνοθε: εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις - Ἡ λέξις ὑποδεικνύει ὡς προερχομένη ἐξ ἐνεστῶτος *ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, ἐνυπάρχω, ὡς τὸ ἀνήνοθε ἐκ τοῦ *ἀνέθω (ὃ ἴδε), ἐγείρομαι. Κατὰ τύπον εἶναι πρκμ. μετ’ ἀναδιπλασ., ἀλλὰ κατὰ σημασίαν ἀείποτε παρατ., ἐκτὸς μιᾶς περιστάσεως ἐν τῷ τύπῳ ἐπενήνοθε (ἴδε κατωτ.): Ι. ἐπ-ἐνήνοθε, παρ’ Ὁμήρ. μόνον τρίς, περὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Θερσίτου, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη, «λεπτὴ δὲ καὶ ἀραιὰ ἦν αὐτῇ τρίχωσις ἐσπαρμένη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 219· περὶ χλαίνης. οὔλη δ’ ἐπενήνοθε λάχνη, «ἁπαλὴ δ’ ἐπήνθει ἡ κροκύς» (Σχόλ.), Κ. 134· μετ’ αἰτ., ἔνθα δέ μιν (τὴν Ἀφροδίτην) χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, «ἔπεστιν, ἐπανθεῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 365, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 62· μετὰ δοτ., στομίοισι πέριξ ἐπενήνοθε γαστρός, «τὸ δὲ ἐπενήνοθεν ἀντὶ τοῦ ἐπίκειται» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 509: ἐπὶ χρόνου, πουλὺς γὰρ ἄδην ἐπενήνοθεν αἰών, παρῆλθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 276. ΙΙ. κατενήνοθε, πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους, ἐκάλυπτε, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 269 καὶ ἐν Ὁμ. Ὕμνῳ εἰς Δήμ. 279, ξανθαὶ κόμαι κατενήνοθεν ὤμους. ΙΙΙ. παρενήνοθε, μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικ., ἡμετέρη μέν νυν τοίη παρενήνοθε μῆτις, παρέμεινεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 664· πυρετὸς παρενήνοθε γυίοις Ὀρφ. Λιθ. 628.
English (Autenrieth)
(cf. ἄνθος), defective perf. w. pres. signif.: swells there, steams there, rises there, Od. 17.270†.
Greek Monotonic
ἐνήνοθε: γʹ ενικ. παρακ., χωρίς ενεστ. ἐνέθω σε χρήση· συναντάται μόνο σε σύνθετα·
I. ἐπενήνοθε, λέγεται για το κεφάλι του Θερσίτη, ψεδνὴ ἐπ. λάχνη, ένα λεπτό στρώμα από αραιές τρίχες που φύτρωναν πάνω σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χλαίνη, πανωφόρι, οὐλὴ ἐπενήνοθε λάχνη, πυκνό χνούδι που υπάρχει πάνω της στο ίδ.· με αιτ., λέγεται για αλοιφή από αμβροσία, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθε, όπως αυτή που αλειφόταν στους θεούς, σε Ομήρ. Οδ. II.κατ-ενήνοθε, από πάνω, καλύπτοντας κάτι, σε Ησίοδ., Όμηρ.
Middle Liddell
ἐνήνοθε, 3rd sg. perf. without any pres. ἐνέθω in use: only found in compds.]
I. ἐπενήνοθε, of Thersites' head, ψεδνὴ ἐπ. λάχνη a thin coat of downy hair grew thereon, Il.; of a cloak, οὐλὴ ἐπενήνοθε λάχνη a thick pile was on it, Il.; c. acc., of ambrosial unguent, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθε such as is on the gods, Od.
II. κατενήνοθε, to be over, lie upon, Hes., Hom.