μεγάμυκος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, loud-braying, ὄνος Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μεγάμῡκος: -ον, ὁ μεγάλως, ἠχηρῶς μυκώμενος, «μεγαλομυκητὴς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεγάμυκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (ως επίθ. του όνου) «μεγαλομυκητής», αυτός που μυκάται ηχηρά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. εύμυκος].