κερδητικός

Revision as of 01:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, greedy of gain, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1423] gewinnsüchtig.

Greek (Liddell-Scott)

κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερδητικός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που επιδιώκει το κέρδος με απληστία, φιλοκερδής.