μονούατος

Revision as of 11:25, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

ον, one-eared, with one handle, AP5.134.

German (Pape)

[Seite 205] einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).

Russian (Dvoretsky)

μονούᾰτος: с одним ушком (sc. λάγυνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μονούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον οὖς, μίαν λαβήν, Ἀνθ. Π. 5. 135.

Greek Monolingual

μονούατος, -ον (Α)
(για λαγήνι) μόνωτος, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχούατος, χρυσούατος].