βελεηφόρος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ον, bearing darts, AP14.111.
Spanish (DGE)
-ον portador de dardos de Eros AP 11.111.
German (Pape)
[Seite 441] Geschosse führend, Anth. XIV, 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un trait ou des traits.
Étymologie: βέλος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
βελεηφόρος: вооруженный метательным оружием Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βελεηφόρος: -ον, ὁ φέρων βέλη, Ἀνθ. Π. 14. 111.
Greek Monotonic
βελεηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει βέλη, σε Ανθ.