καπνοδόχος

From LSJ
Revision as of 00:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνοδόχος Medium diacritics: καπνοδόχος Low diacritics: καπνοδόχος Capitals: ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: kapnodóchos Transliteration B: kapnodochos Transliteration C: kapnodochos Beta Code: kapnodo/xos

English (LSJ)

ον, receiving smoke, ib.

German (Pape)

[Seite 1323] den Rauch auffangend?

Greek Monolingual

-ο (Α καπνοδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται καπνό
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος
κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η καμινάδα
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιμοδόχος, οινοδόχος].