κατασμικρύνω
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36. II = κατασμικρίζω, belittle, κατασμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D. III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.
French (Bailly abrégé)
1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασμικρύνω [κατά, μικρός] verkleinen.
Russian (Dvoretsky)
κατασμῑκρύνω: делать маленьким, уменьшать, умалять (τὸ ὄνομά τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.
Greek Monolingual
κατασμικρύνω (AM)
1. ελαττώνω κάτι
2. καταφρονώ, εξευτελίζω
3. κατακερματίζω
4. παθ. κατασμικρύνομαι
γίνομαι μικρότερος.