θύραθεν

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.")

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠ́ρᾱθεν Medium diacritics: θύραθεν Low diacritics: θύραθεν Capitals: ΘΥΡΑΘΕΝ
Transliteration A: thýrathen Transliteration B: thyrathen Transliteration C: thyrathen Beta Code: qu/raqen

English (LSJ)

Adv.A from outside the door: and generally, from without, αἱ θύραθεν εἴσοδοι E.Andr.952; θ. εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28. 2 outside the door, outside, ἡ θύραθεν ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θύραθεν = foreigners, the enemy, A.Th.68, 193. 3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).

German (Pape)

[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

θύρᾱθεν: ион. θύρηθε(ν) (ῠ) adv. извне, снаружи, со стороны или вне: αἱ θ. εἴσοδοι Eur. посещения, прием посторонних; ὡς θ. εἰκάσαι Eur. насколько можно судить со стороны, т. е. на расстоянии, издали; οὔτ᾽ ἔνδοθεν, οὔτε θ. Soph. ни своими силами, ни с посторонней помощью; οἱ θ. Aesch., Arst. чужие, враги; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arst. наружный воздух.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.

Greek Monolingual

(ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε)
επίρρ.
1. απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα
2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός
3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» — η κλασική παιδεία, η παιδεία που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική φιλολογία, σε αντιδιαστολή προς τη χριστιανική
αρχ.
έξω, εκτός
2. φρ. α) «οἱ θύραθεν» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες
β) «τὰ θύραθεν» — τα εξωτερικά αγαθά
γ) «θύραθεν τῶν νόμων» — εκτός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θεν].

Greek Monotonic

θύρᾱθεν: Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ.
1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.
2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύρα
1. adv. from outside the door, from without, Eur.
2. outside the door, outside, θύρηθ' ἔα was out of the sea, Od.:— οἱ θ. aliens, the enemy, Aesch.

English (Woodhouse)

from abroad, from outside, from without

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔξω). Ἀπό τό θύρα + θεν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.