ἄκαινα

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαινα Medium diacritics: ἄκαινα Low diacritics: άκαινα Capitals: ΑΚΑΙΝΑ
Transliteration A: ákaina Transliteration B: akaina Transliteration C: akaina Beta Code: a)/kaina

English (LSJ)

ης, ἡ, (ἀκή A, ἀκίς) A spike, prick, goad, A.R.3.1323, AP6.41 (Agath.). II ten-foot rod used as a measure, ἄκαιναν ἀμφότερον κέντρον τε βοῶν καὶ μέτρον ἀρούρης Call.Fr.214, cf. Sch.A.R. l.c. 2 square measure of 100 ft., in Egypt, Hero *Deff.130, cf. Sch. A.R.l.c., POxy.669.41 (? iii A. D.); in Bithynia, BCH27.318:— also ἄκαινον, τό, Olymp. in Mete43.1.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Grafía: frec. graf. ἄκενα
• Prosodia: [ᾰ-]
I aguijada A.R.3.1323, Call.Fr.24.6, pero cf. II 1, AP 6.41 (Agath.).
II como medida
1 acena medida de longitud de 10 pies griegos, 3 m. aprox. δεκάπ[ο] υν δ' εἶχεν ἄκαιναν ὅγε, ἀμφότερον κέντρον τε βοῶν καὶ μέτρον ἀρούρης Call.Fr.24.6, μέτρον δεκάπουν, Θεσσαλῶν εὕρεμα Sch.A.R.3.1323b.
2 acena medida de superficie equiv. a 100 pies griegos cuadrados, ISmyrna 575.7, 8 (III a.C.), Hero Def.86.18, anón. metrol. en POxy.669.41, MAMA 4.216 (Frigia Apolonia II/III d.C.), IKPolis 130.6 (imper.).
• Etimología: Palabra utilizada sin duda primero como medida de longitud; cf. ἄκων.

German (Pape)

[Seite 67] ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, Ap. Rh. 3, 1323. – Ein Längenmaß von 10 Fuß, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 aiguillon pour les bœufs;
2 perche, mesure d'arpentage att. valant 10 pieds.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, ἀκή.

Russian (Dvoretsky)

ἄκαινα:стрекало Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκαινα: -ης, -ἡ, (ἀκή, ἀκίς,) = ἄκανθα, βούκεντρον, Λατ. Stimulus, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 1323, Ἀνθ. Π. 6. 41. ΙΙ. ῥάβδος δέκα ποδῶν τὸ μῆκος, ἐν χρήσει πρὸς καταμέτρησιν γαιῶν, Λατ. acnua, acna, Schneid. Ind. Script. R. R. πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 214.

Greek Monolingual

ἄκαινα, η (AM)
1. μυτερό όργανο, βουκέντρα
2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια
μσν.
μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία
αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και μονάδα μετρήσεως μήκους, από όπου μετά δήλωσε και μονάδα μετρήσεως επιφανείας. Συγγενείς σημασιολογικά είναι οι λ. αρχ. κάλαμος, λατ. pertica, γαλλ. perche, οι οποίες δηλώνουν επίσης μονάδες μετρήσεως. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με ΙΕ ρίζα
ακ- «αιχμηρός, οξύς, μυτερός, κοφτερός» επαυξημένη με -ν- ak-n-2 < ἀκαν-ια > ἄκαινα, με επένθεση. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].

Greek Monotonic

ἄκαινα: -ης, ἡ (ἀκίς), αγκάθι, βούκεντρο, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: spike, prick, goad (A. R.). Also ten-food rod, in Thessaly (Bechtel Gr. Dial. 1, 116, 204). Cf. ἄκαινα δέ ἐστι μέτρον δεκάπουν Θεσσάλων εὔρεμα (Sch. A.R. 3, 1323; Call. fr. 24, 6). In Egypt a measure of 100 square ft. (Hero, pap.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: With -ια from the n-stem ἄκων (s. v.); or directly from ἀκ- with the suffix -αινα. Hardly old. - Fur. 172 warns that the suffix -αινα is a substr. element. - The measure is in origin the same word; DELG compares κάλαμος, Lat. pertica, Fr. perche.

Middle Liddell

ἀκίς
a thorn, goad, Anth.

Frisk Etymology German

ἄκαινα: {ákaina}
Meaning: Spitze, Stachel (A. R., AP), auch als Längen- bzw. Flächenmaß von 10 (100) Fuß (Thessalien, Kleinasien, Ägypten).
Etymology: Ableitung auf -ια des in ἄκων (s. d.) vorliegenden n-Stammes, vgl. Chantraine Formation 109, Schwyzer 475: 4.
Page 1,49