ἐκλογιστής
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A accountant, LXX To.1.22; as public official, Milet.7.60 (Didyma), PTeb.72.449 (ii B.C.), AJA18.324 (Sardes, i B.C.), CIG4956.36 (Oasis Thebarum, i A.D.), etc. 2 = ἐκλογεύς, φόρων Ph.1.338.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: inscr. y pap. frec. ἐγλ-
admin. contador, interventor general de finanzas públicas o de asociaciones privadas διοικητὴς καὶ ἐ. LXX To.1.22, τοῦ ἐγλογιστοῦ εἰσκαλεσαμένου τοὺς πρεσβευτάς CRIA 166.11 (III a.C.), cf. PTeb.72.449 (II a.C.), IKomm.Kult.KI 15 (I a.C.), αἱρηθεὶς ὑπὸ τῆς φυλῆς ἐ. IMylasa 108.4 (II a.C.), ἐ. τῆς πόλεως Sardis 8.54 (I a.C.), cf. IFayoum 211 (I a.C.), ITemple of Hibis 1.36 (I d.C.), PPetaus 25.1 (II d.C.), τοῦ νομοῦ PBub.1.7.3 (III d.C.), de un ἔρανος SEG 31.122.30 (Ática II d.C.), formando parte de una corporación o comisión οἱ ἐκλογισταί Didyma 41.58 (II a.C.), ITyriaion 29.2 (II/III d.C.)
•como recaudador τῶν φόρων para el tesoro real, Ph.1.338, cf. POxy.3170.257 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 768] ὁ, Berechner, Philo; = ταμίας, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλογιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λογιστής, Ἑβδ. (Τωβ. Α΄, 22). 2) εἰσπράκτωρ φόρων, Φίλων 1. 338.
Greek Monolingual
ἐκλογιστής, ο (Α)
1. λογιστής (και ως δημόσιο αξίωμα)
2. εισπράκτορας φόρων.