λευκοστεφής
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ές, A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334. II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.
Russian (Dvoretsky)
λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».
Greek Monolingual
λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.