ἡμιπλίνθιον

From LSJ
Revision as of 17:26, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπλίνθιον Medium diacritics: ἡμιπλίνθιον Low diacritics: ημιπλίνθιον Capitals: ΗΜΙΠΛΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: hēmiplínthion Transliteration B: hēmiplinthion Transliteration C: imiplinthion Beta Code: h(mipli/nqion

English (LSJ)

τό, (πλίνθος) half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμίπλινθος, ὁ, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιπλίνθιον: τό полукирпич (прямоугольная плитка размером 1 х 2) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.

Greek Monolingual

ἡμιπλίνθιον, τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) ημίπλινθος
μισή πλίνθος, μισό τούβλο.

Greek Monotonic

ἡμιπλίνθιον: τό (πλίνθος), μισή πλίνθος, το ένα τούβλο δύο από τα οποία σχημάτιζαν μία πλίνθο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἡμι-πλίνθιον, ου, τό, πλίνθος
a half-plinth, a brick (two of which formed a plinth), Hdt.