πληθοειδής

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθοειδής Medium diacritics: πληθοειδής Low diacritics: πληθοειδής Capitals: ΠΛΗΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: plēthoeidḗs Transliteration B: plēthoeidēs Transliteration C: plithoeidis Beta Code: plhqoeidh/s

English (LSJ)

ές, A having the form of plurality, Dam.Pr.45,al. Adv. -δῶς Olymp.in Phlb.p.284 S. II numerous, Simp.in Ph.528.24.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που δίνει την εντύπωση πλήθους, που φαίνεται πολύς
2. πολυάριθμος.
επίρρ...
πληθοειδῶς
με τρόπο που να παρέχεται η εντύπωση πλήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ειδής].