τετραστάτηρος

From LSJ
Revision as of 16:31, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραστάτηρος Medium diacritics: τετραστάτηρος Low diacritics: τετραστάτηρος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: tetrastátēros Transliteration B: tetrastatēros Transliteration C: tetrastatiros Beta Code: tetrasta/thros

English (LSJ)

[στᾰ], ον, A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413. II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.

German (Pape)

[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.

Russian (Dvoretsky)

τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκαστάτηρος)].

English (Woodhouse)

worth four staters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)