πολισσονόμος
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ον, (πόλις, νέμω) managing or ruling a city, ἀρχαί A.Ch.864 (anap.); π. βιοτά a life of social order, Id.Pers.853 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 656] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui régit la cité;
2 soumis ou conforme aux lois de la cité.
Étymologie: πολισσόος, νέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολισσονόμος -ον [πόλις, νέμω] de stad regerend:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.
Russian (Dvoretsky)
πολισσονόμος:
1 управляющий городом, тж. руководящий государственными делами (ἀρχαί Aesch.);
2 гражданственный, государственный или общественный (βιοτά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολισσονόμος: ον (πόλις, νέμω) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, βίος κοινωνικός, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πόλη
2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος. Η μορφή του α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
Greek Monotonic
πολισσονόμος: -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.
Middle Liddell
πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω
managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.