ἐνεχυριάζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἐνεχῠρ-ιασμός, later forms for ἐνεχυράζω, -ασμός, Just.Nov.134.7, 52.1, Gloss.:—also ἐνεχῠρ-ιασία, ἐνεχῠρ-ίασις, ἐνεχῠρ-ιαστής, ib.
Spanish (DGE)
• Morfología: [delf. aor. inf. -ιάξαι IGC 40.17 (Delfos IV a.C.)]
1 tomar en prenda, embargar cautelarmente ἴ κα ὁ πράκτηρ ἐνεχυριάξαι πλέον θέλῃ ἐνιαυτοῦ τόκον IGC 40.17 (Delfos IV a.C.), en uso abs. Plb.6.37.8, I.AI 4.268.
2 dejar en prenda, empeñar, pignorar πρόσωπον ἐλεύθερον ὑπὲρ χρέους Iust.Nou.134.7, cf. Gloss.2.298, abs. ἐνεχυριάζω διὰ τοῦ οἰκονόμου SB 12943.4 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 840] schlechtere Form für ἐνεχυράζω, Pol. 6, 37, 8, u. so die Abgeleiteten.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεχῠριάζω: Polyb. = ἐνεχυράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠριάζω: -ιασμός, τύπος πλημμελὴς ἀντὶ ἐνεχυράζω, -ασμός.
Greek Monolingual
(Μ ἐνεχυριάζω)
δίνω κάτι ως ενέχυρο για να πάρω δάνειο
μσν.
παίρνω κάτι ως ενέχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ενεχυράζω με επίδραση τών ρ. σε -ιάζω].