προσυλλογισμός

From LSJ
Revision as of 14:01, 26 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογισμός Medium diacritics: προσυλλογισμός Low diacritics: προσυλλογισμός Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosyllogismós Transliteration B: prosyllogismos Transliteration C: prosyllogismos Beta Code: prosullogismo/s

English (LSJ)

ὁ, prosyllogism, i.e. a syllogism the conclusion of which forms the major premiss of another, Id.APr.44a22: pl., ib.42b5.

German (Pape)

[Seite 784] ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογισμός:просиллогизм, т. е. силлогизм, заключение которого служит большей посылкой для следующего силлогизма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογισμός: ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ συμπέρασμα ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσυλλογίζομαι
(λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση του επομένου.