πισσηρός
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν, = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.
German (Pape)
[Seite 619] = πισσήεις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.
Greek Monolingual
-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πισσηρός -ά -όν [πίττα] van pek, van teer: subst. ἡ πισσηρά, Ion. πισσηρή teerzalf. Hp. Fract. 24.